- ἐνναετηρίς
- ἐνναετηρίςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενναετηρίς — ἐνναετηρὶς και ἐννεετηρίς, η (Α) περίοδος εννέα ετών («τρεῑς ἄγουσιν ἐνναετηρίδας», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + ετηρίς < έτος + ηρις, θηλ. τού ηρος*] … Dictionary of Greek
ЭННАЭТЕРИДА — • Ένναετηρίς (девятилетие), (от εννέα и ετος), в греческой хронологии восьмилетний промежуток (поэтому иногда называется также oκταετηρίς), так что с девятым годом начинался новый цикл. Промежуток этот состоял из 2922 дней, он… … Реальный словарь классических древностей
ἐνναετηρίδας — ἐνναετηρίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνναετηρίδι — ἐνναετηρίς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνναετηρίδος — ἐνναετηρίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПЕНТАЭТЕРИДА — • Πενταετηρίς, см. Ένναετηρίς, Эннаэтерида … Реальный словарь классических древностей
ТРИЭТЕРИЗА — • Τριετηρίς, см. Ένναετηρίς, Эннаэтерида … Реальный словарь классических древностей
РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… … Реальный словарь классических древностей
εννεαετηρίδα — και ενναετηρίδα, η (AM ἐννεαετηρίς και ἐνναετηρίς νεώτ. τ. τού ἐννεετηρίς) 1. χρονική περίοδος εννέα ετών, εννεαετία 2. συμπλήρωση εννεαετίας από τη γέννηση ενός προσώπου ή από ένα συμβάν. [ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + ετηρίς < έτος + ηρίς, θηλ. τού… … Dictionary of Greek
εννεετηρίς — ἐννεετηρίς και ἐννεαετηρίς και ἐνναετηρίς και ἐννετηρίς, η (Α) περίοδος εννέα ετών, εννεαετηρίς, εννεαετία … Dictionary of Greek